ασπαστός

ασπαστός
-ή, -ό (AM ἀσπαστός, -ή, -ό) [ασπάζομαι]
ο ευπρόσδεκτος
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να γίνει αποδεκτός
αρχ.
ο επιθυμητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσπαστός — welcome masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπαστος — και άσπαγος, η, ο [σπάω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σπάσει («άσπαστη πέτρα», «άσπαστο ποτήρι») 2. ο αδιάσπαστος, ο συνεχής 3. (για γυναίκα) εκείνη που δεν είναι σπασμένη, η αδιακόρευτη …   Dictionary of Greek

  • άσπαστος — η, ο εκείνος που δεν έσπασε ή δε σπάζει, άθραυστος: Τα ποτήρια που πουλούσε τα διαφήμιζε ως άσπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπαστά — ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc pl ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc/acc dual ἀσπαστά̱ , ἀσπαστός welcome fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστότερον — ἀσπαστός welcome adverbial comp ἀσπαστός welcome masc acc comp sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστῶν — ἀσπαστός welcome fem gen pl ἀσπαστός welcome masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστόν — ἀσπαστός welcome masc acc sg ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστότατα — ἀσπαστός welcome adverbial superl ἀσπαστός welcome neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπασταί — ἀσπαστός welcome fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπαστοί — ἀσπαστός welcome masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”